- σάρισα
- Δόρυ της μακεδόνικης φάλαγγας. Είχε μήκος 5-6 μέτρων και αιχμή μήκους 10 εκ. Κατασκευαζόταν από στερεό ξύλο κρανέας. Τη σ. καθιέρωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’.
* * *η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ(στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου μέτρων, από ελαφρό και εύκαμπτο ξύλο, που χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες, οι λεγόμενοι πεζέταιροι τής μακεδονικής φάλαγγας, και το οποίο εισήγαγε ο πατέρας τού Μεγάλου Αλεξάνδρου Φίλιππος Β'.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από κάποιον τ. τής μακεδονικής διαλέκτου. Την λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. saris(s)a].
Dictionary of Greek. 2013.